ευθυμολόγος

ευθυμολόγος
ο , η шутн|ик, -ица, весельчак;
остря|к, -чка (разг )

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ευθυμολόγος" в других словарях:

  • ευθυμολόγος — ο αυτός που λέγει εύθυμα λόγια, αστεία …   Dictionary of Greek

  • ευθυμολογώ — [ευθυμολόγος] λέγω αστεία που προκαλούν ευθυμία …   Dictionary of Greek

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

  • ευθυμολογία — η [ευθυμολόγος] 1. η ιδιότητα τού ευθυμολόγου, η φαιδρολογία 2. ο εύθυμος λόγος, το ευθυμολόγημα …   Dictionary of Greek

  • χιουμοριστής — ο αυτός που μιλάει ή γράφει με χιούμορ, ευθυμολόγος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»